- κηριτρεφής
- κηριτρεφής, -ές (Α)1. αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε αθλιότητα («ὑπὲρ κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.)2. αυτός που φθείρει την υγεία, αυτός που θανατώνει.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρι- (< κήρ [Ι]) + -τρεφής (τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο-τρεφής, υδατο-τρεφής].
Dictionary of Greek. 2013.